Δημιουργική γραφή – Ημέρα 13η

13

Η άσκηση

Καλησπέρα αγαπημένη Λακ,
συνεχίζουμε με ημέρα 13 στην δημιουργική καραντίνα μας και πάμε να κάνουμε λίγο πιο όμορφη την προδευτέρα μας!
Σήμερα το θέμα μας είναι απλό, είναι λιτό, είναι ευχάριστο και του αρέσουν τα χάδια!

Ημέρα 13:

Περιγράψτε έναν χαρακτήρα ως ιδιοκτήτη μέσα από τα μάτια του κατοικίδιου του. Πως τον βλέπει σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τις συνήθειες του ; Το κείμενο δεν έχει περιορισμό έκτασης και πρέπει να είναι γραμμένο μέσα απο τη γλώσσα του ζώου.

Άντε και επειδή σας έπρηξα με τους χαρακτήρες απο αύριο αλλάζουμε θεματική!


Τα κείμενα της ΛΑΚ


«Τσίου, τσίου, τι να σου πω για αυτό το χαΐβάνι που έχω εδώ απέναντι μου, κυρία Νταίζη μου; Χαίρομαι, βέβαια, που βρίσκομαι σε μια γειτονιά τόσο φιλόζωη και ιδιαίτερα που γνώρισα εσάς και τον κύριο Φρίξο πιο κάτω αλλά χαίρομαι κιόλας που μου έλαχε μια γειτονιά τόσο φιλόμουση εν μέσω πανδημίας. Τσίου τσίου, τόσους φούρνους όσους DJs να είχατε και θα ήμουνα τρισευτυχισμένος. Θα μπορούσα να αγνοήσω και αυτόν τον χλαπάτσα που έχει λιώσει στον καναπέ… Να, να νομίζω ότι γλιστράει ανάμεσα στις μαξιλάρες του καναπέ και θα τον βρουν τον κοντοπίθαρο από τη μυρωδιά της πάπρικας στα πατατάκια. Τσίου, τσίου, δεν κελαηδώ βρε χαμένε, σε βρίζω που έχεις ανοιχτή όλη μέρα την τηλεόραση, που συμφωνείς με τον παπάρα τον Στραβελάκη σε ότι μπούρδα πει και αλλάζεις κανάλια με το λάτεξ γάντι. Ευτυχώς, που θυμήθηκε να μου αλλάξει νερό προχτές κάπου ανάμεσα στις ειδήσεις των 7 στο Σκάϊ και των 9 στην ΕΤ1 γιατί από τα τόσα πατατάκια που με ταΐζει γίνεται η γλώσσα μου σαν γυαλόχαρτο. Τσίου, τσίου, φέρε λίγο ακόμα νερό, βρε χαλβά!
Τσίου, τσίου, μας ξεκλήρισαν κυρία Νταίζη μου! Τα χαρτιά υγείας και εμείς είμασταν τα πρώτα είδη στα οποία παρατηρήθηκαν ελλείψεις. Το είπε και ο Στραβελάκης, ναι. Κάνανε ντου όλοι μπαρμπάδες, νέοι, γριές ξαφνικά στο μαγαζί στο άκουσμα του κορονοϊού. «Κρύψτε τα περιλαίμια και τα χρυσόψαρα στο υπόγειο» φώναξε το αφεντικό γιατί θυμόταν από τότε με τα καπιταλ κοντρόλς που σκάσανε μύτη όλοι οι kinky Ελληνάρες και αγοράζανε λουριά για τα σαδομαζό γούστα τους και ψάρια, πολλά ψάρια… έτσι για να συζητάνε μαζί τους και να θυμούνται τα παλιά. Μην ρωτάς ποια παλιά, κυρία Νταίζη μου, αυτά τα τρία δευτερόλεπτα πριν, ξέρω γω. Τσίου τσίου, τελοσπάντων έτσι τον βλέπω μπροστά μου ακριβώς όπως τώρα, μια χλαπάτσα με λιγδιασμένα μαλλιά, κοτλέ ασιδέρωτο παντελόνι με ξεκούμπωτο φερμουάρ, γκρι χιλιοφορεμένο πουκάμισο γεμάτο τρίμματα και μια ακαθόριστη λαδίλα να πλανάται στον αέρα. Σφύριζα δήθεν αδιάφορα για να φύγει να πάει αλλού αλλά κατσικώθηκε μπροστά στο κλουβί και με έδειξε στο αφεντικό όσο οι υπόλοιποι υπάλληλοι δεν προλάβαιναν να τυλίγουν ταυτότητες, ταΐστρες, κονσέρβες, βούρτσες και να αμπαλάρουν κουτάβια, κουνέλια, ιγκουάνα, τον βόα και εμάς. Εμάς, μας ξεκλήρισαν κυριολεκτικά. Τσίου τσίου,έχασα όλο μου το σόι σε μια μέρα και τελευταίος εγώ ο τζαναμπέτης που η κακιά μου η τύχη μου επεφύλασσε τον βλάκα που με αγόρασε μαζί με ένα φτηνό πλαστικό κλουβί όπως βλέπεις και ξέχασε την τροφή μου στο μαγαζί και από το φόβο του δεν βγαίνει από το διαμέρισμα μέχρι να το πει ο κύριος υπουργός. Έτσι τον άκουσα να λέει στο τηλέφωνο της μάνας του. Κατάλαβες τι με περιμένει. Τσίου τσίου, θα γίνω νεξτ τοπ μοντελ σίγουρα διότι από σήμερα ούτε πατατάκια τρώω πια, ούτε τοστ. Αρνούμαι και ξέρεις γιατί; Γιατί το ντουγάνι μου από δω δεν έχει αγοράσει άλλο νερό και μόλις άνοιξε μια ακόμη μπύρα να μου βάλει στο πιατάκι. Τσίου, κιχ!»
Σοφία Πέσιου

Ξύπνησα από τον ήχο που κάνει αυτό το περίεργο μικρό δωμάτιο, στο οποίο μπαίνουμε μέσα και μας βγάζει κατευθείαν στην κάτω πόρτα αν δεν θέλουμε να πάρουμε τι σκάλες. Ανασήκωσα τα αυτιά μου και αφουγκράστηκα. Έχω καταλάβει ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που το χρησιμοποιούν όμως εγώ πάντα έχω την ελπίδα ότι θα είναι ο άνθρωπος μου. Αποφάσισα, πάντως, να μην περιμένω να ακούσω και τον ήχο της πόρτας πριν σηκωθώ.
Άφησα, λοιπόν, πάλι τον ύπνο μου και έτρεξα μέχρι την πόρτα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, κουνώντας την ουρά μου γιατί μου είχε λείψει. Ή γιατί πεινούσα και γιατί είχα βαρεθεί τόσο πολύ που είχα αρχίσει να δαγκώνω εκείνο το πράγμα που απλώνει πάνω του όταν κοιμάται. Δεν καταλαβαίνω πού εξαφανίζεται τόσες ώρες κάθε μέρα και δεν με παίρνει μαζί του. Ούτε γιατί κουβαλάει αυτή την βαριά τσάντα με εκείνα τα πράγματα που κάθεται με τις ώρες και κοιτάει και όταν προσπαθώ να του τραβήξω την προσοχή μου λέει “Άσε με, διαβάζω.”.
Μα γρήγορα άκουσα την πόρτα μας, και τα ξέχασα αυτά…Ο άνθρωπος μου ήταν επιτέλους σπίτι! Ενθουσιάστηκε και αυτός μόλις με είδε. Με πήρε αγκαλιά και μου μίλησε πολύ γλυκά. Μου έδωσε και ένα φιλί στο μέτωπο, από τα φιλιά που δίνει αυτός, ξέρετε, τα ανθρώπινα. Εγώ του έδωσα ένα στο μάγουλο, από αυτά που δίνω εγώ, ξέρετε, τα σκυλίσια. Ύστερα με άφησε κάτω και μου είπε “Έλα να φάμε.”
Πράγματι έβαλε και στους δύο μας φαγητό αλλά το δικό του μου φάνηκε καλύτερο. Δεν με άφησε να δοκιμάσω όμως, ως συνήθως. Και αφού σταμάτησε να τρώει -εγώ είχα τελειώσει προ πολλού-, άνοιξε αυτό τον μαγικό αντικείμενο με τα κουμπάκια, που κάθεται και ασχολείται μαζί του με τι ώρες. “Ας είναι σκέφτηκα”, γιατί καλύτερα αυτό παρά εκείνη που έρχεται μερικές φορές στο σπίτι μας και μου τον κλέβει. Ναι, εκείνη που την αγαπάει πολύ και την φιλάει και την παίρνει αγκαλιά. Όταν είναι εδώ αυτή και τολμήσω εγώ να ζητήσω λίγο προσοχή, με λέει ζηλιάρα -ότι κι αν σημαίνει αυτό- και με μαλώνει.
“Άραγε αργεί η ώρα για βόλτα;”, σκέφτηκα. Όπως να ‘χει, αποφάσισα να πέσω ξανά για ύπνο. Πιο ήρεμη, όμως, αυτήν την φορά, γιατί αυτός καθόταν δίπλα μου, και με χάιδευε πού και πού. Τι άλλο μπορούσα να θέλω άλλωστε; Όταν είμαι μαζί του νιώθω ευτυχισμένη.
Ε.Τ.


Να την πάλι. Την βλέπω να πλησιάζει από μακριά. Είναι μια ευθυτενής γιγαντιαία φιγούρα που κινείται σε έναν κόσμο έξω από τον δικό μου. Μετά την τελευταία μας μετακόμιση , τόσο το δικό μου σπίτι όσο και το δικό της άλλαξε , έγινε πιο μεγάλο , μόνο που εγώ το εξερευνώ μόνος μου ενώ αυτή είναι με άλλες τρεις φιγούρες , μία όμοια της και δύο μικρότερες. Οι μικρότερες έχουν τεράστια μάτια και μύτες πλακουτσωτές, στρεβλωμένες προς τα πάνω έτσι όπως κολάν την μούρη τους στο τζάμι, θολώνοντας το με την ανάσα τους κάτι που εγώ, όλως παραδόξως, δεν κατάφερα ποτέ. Δεν ξέρω αν είναι κάποιο κουσούρι ή κάποια δύναμή τους. Η μία φιγούρα έχει κοντά, σγουρά και ανοιχτόχρωμα μαλλιά ενώ η άλλη έχει μακριά, ίσια αλλά σκουρόχρωμα μαλλιά. Από μακριά θα έλεγα πως φαίνονται λιγότερο φρικτές και πιο κοντές για να φτάσουν το σπίτι μου. Έχουν μια κακή συνήθεια να χτυπάν το τζάμι κάθε φορά λίγο πριν πέσει φαγητό από τον ουρανό. Ο ήχος στην αρχή με τρόμαζε αλλά τώρα πια τον έχω συνηθίσει και κολυμπώ γοργά σε κάθε άκουσμα του κάτι που φαίνεται να τις χαροποιεί αφού τσιρίζουν και χοροπηδάνε. Η κοντότερη από τις δύο μου έχει αποδείξει περίτρανα πως το μικρό μου οχυρό με τους διάφανους τοίχους δεν είναι απόρθητο , όταν μια μέρα σκαρφάλωσε για να μετρήσει τις μπουρμπουλήθρες , που προκαλούσε εκείνο το μεγάλο μηχάνημα σε μια γωνία του σπιτιού μου , και έπεσε μέσα . Έκανα έναν τιτάνιο αγώνα, θυμάμαι, για να μην φύγω στο κενό όπου παραλίγο να με εκτοπίσει. Από τότε , όποτε την βλέπω να το ξαναπροσπαθεί η ψυχή μου εγκαταλείπει το σώμα μου αλλά πάντα υπάρχει κάποια μεγάλη φιγούρα να την σταματήσει είτε γνωστή είτε άγνωστη καμιά φορά. Οι μεγάλες φιγούρες μάλλον είναι ιδιαίτερα πολυάσχολες. Αν δεν λείπουν, είτε κινούνται νευρικά τριγύρω είτε κάθονται ακίνητες και χαζεύουν επί ώρες ένα σημείο . Τις βλέπω να επικοινωνούν με ήχους ρυθμικούς και συγκροτημένους που μερικές φορές φαντάζουν με βουητό ή με απόλυτη σιγή. Παρόλα αυτά η αγάπη τους και ο θαυμασμός τους για το χρυσαφένιο μου χρώμα είναι εμφανής . Το καταλαβαίνω από την προσπάθειά τους να μου μιλήσουν. Που και που αναρωτιέμαι αν είναι θεοί που με πήραν ευσπλαχνικά υπό την προστασία τους φέρνοντας το δικό μου σύμπαν στο δικό τους . Ή αν είμαι εγώ ο θεός που λατρεύουν, εγκλωβισμένος στον ναό του μέχρι να βαρεθούν και να εκλείψω , πληρώνοντας το τίμημα της απρόβλεπτης πλευράς τους αφού κάθε χτύπος της καρδιάς μου εξαρτάται από αυτούς .

Μαρία Γκιμπή

Δεν το πιστεύω! Το αφεντικό έρχεται επιτέλους σπίτι! Κοίτα Λόλα, είναι στην αυλή, σε δύο λεπτά θα έρθει μέσα Λόλα!
-Ναι, συγκλονιστήκαμε.
-Έλα τώρα Λόλα, δεν χαίρεσαι που τον βλέπουμε επιτέλους?! Μου έλειψε τόσο πολύ, έχω να τον δω τόσες ώρες! Τι άκαρδο πλάσμα που είσαι τέλος πάντων!
-Μπούμπη, το αφεντικό έλειψε δέκα λεπτά για να πάει στο σούπερ μάρκετ στη γωνία. Εδώ και είκοσι μέρες έχει αράξει σπίτι και είναι όλη τη μέρα στον καναπέ, ο τεμπέλαρος. Τουλάχιστον δεν φέρνει την αντιπαθητικιά που με χαϊδεύει όλη την ώρα πια, αν και δεν είναι ότι την έχουμε γλιτώσει έτσι όπως μιλάνε όλη μέρα μέσω σκαιπ. Αλλά τι κάνει τόσες μέρες κλεισμένος μέσα, μου λες?
-Μπορειιι… Μπορεί να έμεινε για να μας κάνει παρέα. Είναι μεγαλόκαρδο το αφεντικό, και μας αγαπάει, μπορεί να θέλει να περάσει λίγο χρόνο μαζί μας. Εγώ πάντως τρελαίνομαι που είμαστε παρέα όλη μέρα τελευταία, είναι οι καλύτερες βδομάδες της ζωής μου!
-Α είσαι βλάκας τελικά. Σιγά μην έμενε για εσένα μέσα ο χάχας, που κάθε βράδυ βολοδέρνει στα μπαράκια και μαζεύει γκόμενες, η μία πιο χαζή απ’ την άλλη. Και μετά δως του να τις διώχνει κάθε πρωί μην σκάσει για έκπληξη η επίσημη, ούτε τον ύπνο μας δεν μπορούμε να ευχαριστηθούμε.
-Λόλα τι λες? Το αφεντικό δεν είναι τέτοιος άνθρωπος! Να κοιτάξει άλλη κοπέλα εκτός από την κυρία Μαίρη? Φίλες του είναι τα κορίτσια προφανώς.
-Δεν ξέρω γιατί σου μιλάω ακόμα. Καλός χρυσός άνθρωπος το μπος, αλλά όχι πως δεν ξενοκοιτάει η δεν ξένο…
-Λόλα! Ντροπή σου! Τι γάτα είσαι εσύ?
-Έξυπνη. Κάτι που δεν μπορώ να πω και για σένα. Υποτίθεται οι σκύλοι έχουν μυαλό γενικά, με εσένα τι πήγε στραβά?
-Σε πληροφορώ κυρία μου πως είμαι πανέξυπνος! Έχω μάθει του κόσμου τα κόλπα!
-Έχεις μάθει να κάθεσαι και να κάνεις τον πεθαμένο μετά από τρία χρόνια σκληρής εξάσκησης. Κάθε μέρα μία ώρα στο πάρκο πάτε, μόνο αυτά σου λέει και σου ξαναλέει?
-Εε δεν μιλάει μόνο σε εμένα στο πάρκο. Συζητάνε και με κάτι κυρίες…
-Ααα για αυτό τρελάθηκε να πάρουμε σκύλο το πουλάκι μου. Για να εντυπωσιάζει τις φιλόζωες.
-Τι λες Λόλα? Ο κύριος με πήρε επειδή με αγαπάει. Αφού κάθε μέρα μου λέει τι καλό αγόρι που είμαι, και με ταΐζει από αυτό το φαγητό που κάνει με το σπανάκι και τα σπόρια εκείνα, πως τα λένε…
-Κάθεσαι και τρως την αηδία με τα κινόα? Είσαι η ντροπή των σαρκοφάγων, στο λέω για να το ξέρεις. Κάτσε, γιατί ζάρωσες? Τόση ώρα σε βρίζω, τα κινόα σε πείραξαν?
-Λόλα… Λες το αφεντικό να μην με αγαπάει?
-Που έχω μπλέξει η δόλια…
-Λόλα!
-Σε αγαπάει βρε βλάκα, για ποιόν άλλο λόγο λες να σε χαϊδολογάει όλη μέρα? Δεν ασχολείται και με τίποτα άλλο, νετφλιξ και αγκαλίτσες με το χρυσό αγόρι του σπιτιού…
-Μπα, ζηλεύεις? Αφού όποτε σε φωνάζει δεν έρχεσαι.
-Ε θα μπορούσε να επιμείνει λίγο παραπάνω… Δεν θέλω να με πάρει και για…
-Ωχ! Ήρθε το αφεντικό! ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΜΟΥ ΕΛΕΙΨΕΣ ΝΑΙ ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΓΩ ΣΕ ΑΓΑΠΑΩ ΑΦΕΝΤΙΚΟ…
-Καλά εγώ πάω μέσα. Σας σκυλοβαρέθηκα και τους δύο. Άσε που δύο ώρες ξύπνια έσπασα το προσωπικό μου ρεκόρ… Ύπνος τώρα.
Α.Β.

Το πρώτο μου σπίτι ήταν ένα χαρτόκουτο από γάλατα νουνού, σ’ένα χωράφι κοντά σε ένα συνεργείο. Ήμουν εκεί μέσα τρεις μέρες, κατουρημένη και πεινασμένη, πριν δω για πρώτη φορά το τριχωτό του πρόσωπο. Με έβγαλε με το ένα χέρι από το κουτί και είπε «ποιος μαλάκας». Στην αρχή προσβλήθηκα κι άρχισα να κλαίω. Το κλάμα μου τον λύγισε και μ’ έβαλε μέσα στο καλάθι του ποδηλάτου του. Τελικά, βέβαια, δεν έλεγε εμένα μαλάκα αλλά τον μαλάκα που με παράτησε στο κουτί. Εμένα πάντως εκείνο το κλάμα μου βγήκε σε καλό μιας και με έφερε σπίτι. Αποφάσισα τότε να το χρησιμοποιώ σαν όπλο ψυχολογικού πολέμου εναντίον του, νομίζω όμως πως πλέον έχουμε παραγνωριστεί και την έχει ψιλιαστεί τη δουλειά. Μάλλον γι’αυτό μου λέει «άντε μωρή ψευτρούλα» όταν αρχίζω το παράπονο με το παραμικρό.
Να ξέρεις το πρωί δεν ξυπνάει πριν τις δέκα. Εγώ σηκώνομαι πιο νωρίς και συνήθως πάω έξω από την πόρτα του, δηλώνω παρούσα και τον σηκώνω. Πριν από σένα μ’άφηνε και έμπαινα μέσα και του έγλειφα τη μούρη την ίδια ώρα κάθε πρωί. Με χάιδευε και με αποκαλούσε «ξυπνητήρι». Σηκώνεται παραπατώντας, λίγο επειδή μ’αρέσει να μπλέκομαι στα πόδια του, λίγο επειδή δε λειτουργεί πριν τον καφέ και μαζί πάμε στην κουζίνα να φάμε. Εγώ κροκέτες, αυτός φέτες με μέλι. Αν τρώει τοστ με σαλαμάκι, τον κοιτάω επίμονα και συνήθως τον καταφέρνω να μου δώσει λίγο. Όταν βγάζει τις πυτζάμες του για να ντυθεί, εγώ κυλιέμαι πάνω τους επειδή έχουν τη μυρωδιά του κι αυτός γελάει και με λέει ανώμαλη. Φοράει αυτός παπούτσια, εγώ λουρί και πάμε βόλτα στο τετράγωνο, να μυρίσουμε άλλα σκυλιά, να αγοράσουμε ψωμί, να κατουρήσουμε, να χαιρετήσουμε τους γείτονες, να γαβγίσουμε σε κανέναν περίεργο. Όταν γυρνάμε αυτός κάνει ντουζ κι εγώ κλαίω έξω από την πόρτα του μπάνιου γιατί καμιά φορά σκέφτομαι τι θα συμβεί αν τον ρουφήξει το σιφόνι και δεν βγει ποτέ από ‘κει. Όταν βγαίνει, πηδάω πάνω του να του δείξω ότι χαίρομαι που γλίτωσε στο παρατσάκ από τις δαιμόνιες σαπουνάδες και τις κακές σωληνώσεις. Όταν τον βλέπω να ετοιμάζεται για τη δουλειά, μελαγχολώ και τον κοιτάω ξαπλωμένη, δίνοντας του να καταλάβει ότι ξέρω πως πάλι θα με εγκαταλείψει κι ότι είναι άκαρδος που πρέπει να φεύγει για 4 ώρες κάθε μέρα. Τον έχω ακούσει να σου λέει ότι δεν είναι αρκετό το 4ωρο. Μάλλον το λέει επίτηδες για να με τσιγκλήσει, δεν εξηγείται αλλιώς, θέλει να με τρελάνει ο άτιμος.
Κάθε φορά που φεύγει με βάζει να του ορκιστώ ότι δε θα κάνω ζημιές. Προσπαθώ να τις κόψω τελείως, είμαι καθαρή 12 ημέρες. Πιο παλιά κομμάτιαζα τους λογαριασμούς στο χαλί του σαλονιού για να μην τους βλέπει και πικραίνεται ή μασούσα τα παπούτσια του από βαρεμάρα μέχρι να έρθει… Μικροπράγματα. Κι αυτός κάθε φορά, με ρωτούσε μετά με άγριο βλέμμα «τι έκανες», λες και δεν ήξερε, για να με φορτώσει τύψεις. Μια φορά, έκανα μεγάλη ζημιά. Ορκίζομαι πως τα πόδια της καρέκλας με έβρισαν πρώτα και έτσι κι εγώ, για να υπερασπιστώ την τιμή μου, τα μάσησα ένα – ένα με μανία. Όταν το είδε με μάλωσε πολύ, ακόμη θυμάμαι τις γκαρίδες του. Σκέπαζα τη μουσούδα και τα αυτιά μου με τα πόδια μου τελείως υποταγμένη από φόβο, δεν τον είχα ξαναδεί έτσι. Με έστειλε τιμωρία στο κρεβάτι μου και μετά από μια ώρα απόλυτης σιωπής, άρχισα να παραπονιέμαι και να κλαίω από τη θλίψη μου. Τότε ήρθε, ξάπλωσε στο πάτωμα δίπλα μου, με αγκάλιασε, μου είπε ότι μ’αγαπάει κι ας είμαι για μπάτσες καμιά φορά, έπιασε τη μπάλα μου και την πέταξε στο μακρύ διάδρομο του διαμερίσματος. Αυτό είναι το αγαπημένο μου παιχνίδι εσωτερικού χώρου, να ξέρεις, αν θέλεις να το παίζουμε και μαζί καμιά φορά.
Τα απογεύματα μας συνήθως κάνει καμιά δουλειά στο σπίτι με την καταραμένη ηλεκτρική σκούπα, που τη μισώ και τα βράδια χαλαρώνουμε παρέα. Τώρα έρχεσαι τα βράδια εσύ και καθόμαστε οι τρεις μας, αλλά πριν από σένα συνήθως έπαιζε playstation και με είχε στα πόδια του ή πηγαίναμε βόλτα και μετά βάζαμε ταινία και του ζητιάνευα κανένα πατατάκι. Τώρα, άμα είσαι εσύ στην αγκαλιά του, κάποιες φορές με διώχνει και με αποκαλεί ζηλιάρα. Ζήλια δεν ξέρω τι σημαίνει, αλλά από τα συμφραζόμενα υποθέτω είναι όταν ο άνθρωπος σου φιλάει έναν άλλον άνθρωπο κι εσύ χώνεις τη μούρη σου ανάμεσα τους για να τον φιλήσεις πρώτη.
Σε συμπαθώ Μαιρούλα αλλά ακόμη δε σ’έχω συνηθίσει. Στα λέω όλα αυτά για να ξέρεις πόσο τον αγαπώ κι ότι θα τον μοιραστώ μαζί σου μόνο αν τον αγαπάς κι εσύ.
Εύα Μαυρομάτη

Σχολιάστε