Δημιουργική γραφή – Ημέρα 11η

11

Η άσκηση

TGIF!
Βασικά δεν έχει καμία διαφορά! Αιντε ας γράψουμε κάτι!
Σήμερα θα δούμε πως δίνουμε διαφορετικές ερωτήσεις στις ίδιες απαντήσεις. Για τον λόγο αυτό έχουμε ενα κοινό χαρακτηριστικό στον χαρακτήρα μας!
Ημέρα 11
Ο κύριος Κ. έχει ένα πρόβλημα με το πόδι του. Απαντήστε στις παρακάτω ερωτήσεις.
· Τί πρόβλημα είναι αυτό;
· Το είχε πάντα;
· Πώς το απέκτησε;
· Τον καθιστά λειτουργικό/τον δυσκολεύει κάπου;
· Πως επηρεάζει τη σχέση του με το περιβάλλον;
· Πώς επηρεάζει τη σχέση του με τους άλλους;
· Πως βλέπουν οι άλλοι αυτό το πρόβλημα;
· Προσπαθεί να το κρύψει ή όχι;
· Του έχει δημιουργήσει κάποια συνήθεια;
· Αν ναι, ποια συνήθεια;
· Έχει μυστικά ;
· Προκύπτουν από το πρόβλημα στο πόδι του;
· Τι μυστικά έχει;
· Τι κάνεις για να το αντιμετωπίσει;
· Έχει ανθρώπους γύρω του;
Γράψτε μια ιστορία με τις απαντήσεις που γράψατε. Η έκταση του κειμένου δεν έχει περιορισμούς.

Τα κείμενα της ΛΑΚ


Ο κύριος Κ. με το κεφάλι σκυμμένο, αναμένοντας το αναπόφευκτο σιωπηλά, έκανε μια αναδρομή. «Θα μάθει να περπατά, αλλά το πόδι του παιδιού θα χωλαίνει. Έτσι γεννήθηκε και έτσι θα είναι μια ζωή», είχε πει ο γιατρός στη μάνα του όταν τον κάλεσε κρυφά από τον άντρα της ένα βράδυ στο φτωχικό τους αγροτόσπιτο, για να εξετάσει το σπλάχνο της. Όταν το έμαθε ο πατέρας του, τη χτύπησε δυνατά και την κατηγόρησε για το «προβληματικό» μωρό που έφερε στον κόσμο. «Το γέννησες στραβό, με το ένα ποδάρι πολύ πιο μακρύ από το άλλο, θα περπατάει και θα μοιάζει με δαιμόνιο. Παρ’ το και φύγετε από’ δω, πριν καταλάβει ο κόσμος πώς μου γέννησες ένα φρικιό.»
Η μάνα του, τον πήρε μέσα στη νύχτα, μικρό παιδί ακόμη, και τον μεγάλωσε προσφέροντας του όλο της το είναι. Τη συνήθεια, που είχε μέχρι και την εφηβεία του, να καρφώνει στον πάτο των δεξιών του παλιοπάπουτσων ξύλινα χοντρά τακούνια, από τη μάνα του την απέκτησε. Έτσι μείωνε τη διαφορά ύψους ανάμεσα στα δυο του πόδια και κατάφερνε να κρύψει τη δυσπλασία του από τους άλλους. Έμαθε χάρη σ’αυτήν να είναι λειτουργικός και να μην τον εμποδίζει το κουσούρι που του φόρτωσε η φύση. Η έρμη η μάνα του τον έφτασε 17 χρονών όμως η δουλειά που είχε βρει στο εργοστάσιο, για να τον μεγαλώσει, μαύρισε τα πνευμόνια της και της έφερε ένα άσχημο άσθμα. Ήταν αδύνατον να δουλέψει πια.
Ο Κ. ήταν ξύπνιος νέος. Ήξερε πως χρειαζόταν άμεσα λεφτά, για να βοηθήσει την άρρωστη γυναίκα, αλλά και παρέα. Γιατί τόσα χρόνια μοναδική του παρέα ήταν η μάνα του κι όσο και να την αγαπούσε, τον είχε κρατήσει πίσω με τα προστατευτικά τείχη που είχε χτίσει γύρω του. Θυμόταν τώρα έντονα τον 17χρονο εαυτό του να ζυγίζει τις επιλογές του και τελικά να ξηλώνει τα ξύλινα τακούνια του και να προσεγγίζει κουτσαίνοντας τον ιδιόρρυθμο κύριο Μαρτίνι. Εκείνος, στρίβοντας το περίτεχνο μουστάκι του, μύησε τον κύριο Κ. στα κόλπα και του δίδαξε μερικά εντυπωσιακά νούμερα και έτσι σύντομα βρήκε μια θέση στο «Φαντασμαγορικό θέαμα των Φρικιών του κύριου Μαρτίνι». Είχε ζυγίσει τα πράγματα κι είχε αποδεχτεί το τίμημα που ο ίδιος υπέβαλε στον εαυτό του. Κλείδωσε την κρεβατωμένη μάνα του οικειοθελώς σε ένα από τα βαγόνια που χρησίμευαν ως δωμάτια για τα φρικιά του θιάσου. Τα χρόνια περνούσαν κι έμαθε να απολαμβάνει το προσοδοφόρο χειροκρότημα του κόσμου, παρότι πήγαζε από την αποστροφή που ένιωθαν γι’ αυτόν. Έγινε οικογένεια με τα υπόλοιπα «παιδιά» του Μαρτίνι, μεγάλωνε δίπλα τους κι έμαθε να αποδέχεται το κουτσό του πόδι. «Απολαύστε τον φρικιαστικό μα πολυαγαπημένο θίασο μας στην πόλη σας για άλλο ένα βράδυ», φώναζαν τα μεγάφωνα σε κάθε περιοδεία. Αυτός όμως είχε καρφώσει σανίδια στα παράθυρα του βαγονιού της μάνας του, εμποδίζοντας έτσι τον ήχο να ακουστεί καθαρά. «Συναγωνιστείτε στο τρέξιμο με το κοντοπόδαρο φρικιό», έγραφε με πολύχρωμα γράμματα το μεγάλο διαφημιστικό μπάνερ στα δεξιά της εισόδου. Δεν είχε βγάλει όμως ποτέ τη μάνα του να περπατήσει κι έτσι αυτή δεν το είχε δει.
«Πώς πέρασαν τόσα χρόνια» σκέφτηκε, διακόπτοντας την αναδρομή στην πορεία του. Το πόσα χρόνια το μαρτυρούσαν οι ρόζοι στο χέρι της 78χρονης πλέον μητέρας του, που κρατούσε ανάμεσα στα δικά του.
«Θα καώ στην κόλαση, το άξιζες όμως γιε μου. Σε παρακαλώ μην προδώσεις ποτέ το μυστικό μας» ψιθύρισε ξεψυχισμένα η ετοιμοθάνατη γυναίκα, πριν αφήσει την τελευταία της πνοή.
Ο κύριος Κ. δάκρυσε κι ο λυγμός του σχεδόν τον έπνιξε. Ζούσε όλη του τη ζωή με την αγωνία πως η μητέρα του θα μάθαινε ότι είχε αποδεχτεί την ταμπέλα από την οποία η ίδια τον προστάτευε με μανία όσο ήταν γερή. Η θολή του σκέψη που τόση ώρα έκανε τον κύκλο της ζωής του, επέστρεψε πάλι σ’ εκείνο το βράδυ, που πρώτος ο πατέρας του τον είχε αποκαλέσει φρικιό πριν τους διώξει. «Αυτό δεν θα το ξαναπείς για το παιδί μου» του είχε απαντήσει η νεκρή πλέον γυναίκα του, καρφώνοντας του ένα μαχαίρι στο λαιμό, πριν αρπάξει τον γιο της και χαθούν μέσα στη νύχτα….
Εύα Μαυρομάτη

Ξύπνησε από το κελάηδημα των πουλιών. Επιτέλους ξύπνησε και με έναν γλυκό τρόπο, καθώς τον τελευταίο καιρό τον στοιχειώνουν συνεχώς εφιάλτες. Δεν ήταν και λίγο αυτό που έζησε τα τελευταία χρόνια…

Άνοιξε αργά τα ματιά του και αντίκρισε μια δέσμη φωτός που έμπαινε από το μισόκλειστο παραθυρόφυλλο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έκανε να σηκωθεί με μεγάλη προσοχή. Τώρα βρισκόταν καθισμένος στο κρεβάτι του, με έναν μορφασμό χαραγμένο στο ταλαιπωρημένο του πρόσωπο. Δεν ήταν τόσο από τον πόνο, αλλά πιο πολύ επειδή το κάθε πρωινό του θύμιζε πως ποτέ δε θα είναι ξανά ο ίδιος. Άπλωσε τα χέρια του και αγκάλιασε τις πατερίτσες του, αυτές που του μαλάκωναν κάπως τον … άλλον πόνο. Μάλλον μακράν χειρότερος αυτός από τον σωματικό, καθώς τον έτρωγε ολοένα και περισσότερο κάθε μέρα που περνούσε.
“ Ένα, δύο τρία και…” είπε από μέσα του και τώρα βρισκόταν όρθιος. Πλησίασε στο παράθυρο μετά από μια μεγάλη προσπάθεια, τράβηξε τη λευκή κουρτίνα και άνοιξε το παραθυρόφυλλο. Έκλεισε τα μάτια του και άφησε τον ήλιο να χαϊδέψει το πρόσωπό του. Τώρα άκουγε τα πουλιά καλύτερα. Δεν το πίστευε ούτε ο ίδιος πως θα ένιωθε τόσο μεγάλη ευχαρίστηση από τα πιο απλά και καθημερινά πράγματα. Παλαιότερα ίσως να ήταν και λίγο αχάριστος, όμως τώρα είχε αλλάξει οριστικά, ο πόλεμος τον είχε διαβρώσει με κάθε τρόπο.
Άρχισαν πάλι να αναδύονται οι φριχτές αυτές αναμνήσεις στο νου του… Οι συναγωνιστές του που έπεφταν νεκροί, οι διψασμένοι για αίμα εχθροί, ο πορφυρός ουρανός που έφτυνε πυραύλους, αυτός με το όπλο στο χέρι, σκυμμένος, να πλησιάζει το κοντινότερο οχυρό και τότε να αισθάνεται την κόλαση… Ένας οξύς πόνος νιώθει να τον πλημμυρίζει, σαν πυρακτωμένο μαχαίρι που ξεσκίζει τα σωθικά του, ασύγκριτος με όποιον είχε αισθανθεί μέχρι τότε στη ζωή του. Ουρλιάζοντας από τον πόνο, πέφτει στο έδαφος, καλυμμένος από το οχυρό τουλάχιστον.
-“Εεεε χτύπησαν τον Άλεξ! Φώναξτε αμέσως το γιατρό!” φωνάζει ένας στρατιώτης -φίλος του- καθώς τον πλησιάζει. Βγάζει μέσα από την τσέπη του μια χοντρή αιμοστατική γάζα και του δένει το πόδι.
-“Κουράγιο Άλεξ! Έρχεται βοήθεια.” του πιάνει το χέρι, για να μετριάσει τη μοναξιά του. “Κοίτα με, είμαι εγώ εδώ τώρα, θα γίνεις καλά, θα πας σπίτι, στο υπόσχομαι εγώ!” Ο Άλεξ δεν αντέχει και λιποθυμάει από τον πόνο.
-“Άλεξ όχι! Κοίτα με!” του φωνάζει ο φίλος του. Νιώθει τα μάτια του να τσούζουν, συγκρατείται να μην ξεσπάσει σε ένα γοερό κλάμα. Bλέπει μπροστά στα μάτια του να πεθαίνει ο παιδικός του φίλος και αυτός δεν μπορεί να το αποτρέψει. Καταφτάνει τότε ο γιατρός.
-“Τι έγινε εδώ;” λέει και καθώς βλέπει τη γάζα κόκκινη πλέον, σκέφτεται τα χειρότερα. Πιάνει όμως το χέρι του Άλεξ και ο σφυγμός του χτυπάει ακόμα, με έναν όμως εξασθενημένο ρυθμό.
Η επόμενη εικόνα που θυμάται, είναι αυτή του δωματίου στο νοσοκομείο όπου τον είχαν μεταφέρει. Από εκεί και μετά θυμάται τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Τη νοσοκόμα να του αλλάζει τον ορό, το γιατρό να του λέει πως έπρεπε να του ακρωτηριάσουν το πόδι από τη μέση του μηρού ώστε να ζήσει, καθώς το βλήμα τον είχε χτυπήσει θανάσιμα. Αυτός να χάνεται στην πρόταση του γιατρού και να προσπαθεί να καταλάβει τι του έλεγε…
Τη στιγμή που τα βιώνει ξανά όλα αυτά, αισθάνεται ένα χέρι να τον χαϊδεύει στοργικά στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Ανοίγει τα μάτια του και βλέπει τον φίλο του Νίκο, που ήταν μαζί πριν από τον πόλεμο.
-“Κοντεύει μεσημέρι και ανησύχησα.’’ του λέει ο Νίκος. “Σε παρακαλώ, μην τα σκέφτεσαι άλλο. Μόνο κακό σου κάνουν.”
Κάθισαν και οι δύο στο κρεβάτι τους.
-“Nίκο δεν μπορείς να καταλάβεις. Δεν είναι μόνο οι απαίσιες αναμνήσεις του πολέμου. Δε θα είμαι ποτέ ξανά ο ίδιος άνθρωπος… Με απέλυσαν από το στρατό και κανείς δεν με παίρνει στη δούλεψή του. Δεν γίνεται να συνεχίσουμε να ζούμε με την πενιχρή αποζημίωση που μου δίνουν. Δεν αρκεί ούτε για ένα άτομο. Εξάλλου ούτε εσύ θα θες έναν παραμορφωμένο σύντροφο.” του είπε ο Άλεξ.
-“Είναι δυνατόν να το λες αυτό; Υπάρχει περίπτωση να σε παρατήσω; Για το πόδι σου νομίζεις πως σε αγαπάω; Και όσο για τα χρήματα, ήθελα να σου κάνω έκπληξη. Βρήκα και για εμένα μια αρκετά καλή δουλειά, αλλά και για σένα. Ζητάνε γραμματείς και δεν έχουν πρόβλημα με τον ακρωτηριασμό, τους αρκεί να κάνεις καλά τη δουλειά και να είσαι συνεπής. ” του απάντησε ο Νίκος.
Ο Άλεξ τότε του χαμογέλασε γεμάτος δάκρυα στα μάτια, έμπλεξε τα δάχτυλά του στα καστανόξανθα σγουρά μαλλιά του και τον φίλησε απαλά στα χείλη.
Αλεξάνδρα Ζ

Είχαν περάσει πέντε ώρες και επιτέλους μπορούσα να διακρίνω την έπαυλη μέσα από την πυκνή ομίχλη. Δεν ένιωθα την παραμικρή ανακούφιση και ας ανακατευόταν το στομάχι μου, από το συνεχές ταρακούνημα της άμαξας . Η περίπτωση του άρχοντα ήταν πρωτοφανής για την δική μου λιγοστή εμπειρία ως νέος γιατρός , αλλά ακόμα και ο καθηγητής μας φαινόταν συνοφρυωμένος. Ήταν από τους πρώτους γιατρούς που ανέλαβαν την κούρα του χτυπημένου ποδιού του άρχοντα Κ. από την εμφάνιση της , εδώ και 5 χρόνια. Αλλά κάθε απόπειρα θεραπείας της ήταν μάταιη . Έριξα μια κλεφτή ματιά σ τις σημειώσεις που μας έδωσε να διαβάσουμε για άλλη μία φορά. Μόλις στα 30 χρόνια του , ο άρχοντας Κ. είχε πέσει από το άλογό του όταν διέσχιζε ένα ποτάμι μετά από κυνήγι. Το δέρμα σχίστηκε καθώς οι κοφτερές πέτρες κατάφεραν να καρφωθούν βαθιά στα πλάγια του ποδιού φτάνοντας σχεδόν μέχρι το κόκαλο της γάμπας του. Κρίθηκε απαραίτητος ο καυτηριασμός, ενώ το πόδι από το γόνατο και κάτω είχε αχρηστευτεί. Ωστόσο το μαρτύριο του Κ. δεν σταμάτησε εκεί : η χαίνουσα πληγή άνοιγε συνέχεια, ενώ υπήρχε μια διαρκής δυσοσμία που όλο και χειροτέρευε . Ο χρόνιος πόνος τον είχε μαραζώσει σε σημείο που ξεσπούσε άγρια σε όποιον τον δυσαρεστούσε . Η κατάστασή του χειροτέρεψε μετά την αιφνίδια εξαφάνιση της συζύγου του και παρέμεινε κλεισμένος μέσα στο σπίτι , προφυλάσσοντας το χτύπημά του σαν κατάρα. Κανείς δεν γνώριζε τι απέγινε η γυναίκα του , αν και κυκλοφορούσε η φήμη ότι την κομμάτιασε επειδή δεν άντεχε άλλο να κοιμάται δίπλα στην αποκρουστική πληγή του. Ένα ρίγος διαπέρασε την σπονδυλική μου στήλη στην σκέψη του θεάματος που θα έβλεπα. Το δυνατό σκούντημα από τον διπλανό μου λειτούργησε ως υπενθύμιση του τέλους του ταξιδιού μας.
Η έπαυλη ήταν συγκλονιστική αλλά έρημη. Διασχίζοντας το εσωτερικό της μέχρι το δωμάτιο του άρχοντα Κ. , όσοι μας συναντούσαν απέφευγαν να μας κοιτάξουν στα μάτια ή κουνούσαν το κεφάλι τους απογοητευμένοι σαν να γνώριζαν ήδη το τέλος αυτής της επίσκεψης ή σαν να απεχθάνονταν τον άρρωστο έστω και ως σκέψη στο μυαλό τους. Μόνο ένα άτομο αδημονούσε την άφιξη μας στην πόρτα της έπαυλης και προσπαθούσε με λαχτάρα να βοηθήσει ενημερώνοντάς μας για την κατάσταση του άρχοντα τους τελευταίους δύο μήνες : η κόρη του . « Θα σας αφήσω για λίγο μόνους, πάω να ετοιμάσω τα πινέλα . Του αρέσει να ζωγραφίζουμε μαζί τους τελευταίους δύο μήνες. Έχει αρχίσει να γίνεται καλός. » χαμογέλασε με πίκρα όσο εμείς μπήκαμε στο δωμάτιο . Ένιωσα ζάλη με το θέαμα που αντίκρισα ενώ η μυρωδιά μου προκάλεσε τάση προς έμετο. Παρά την καλύτερη προσπάθεια των υπηρετών να μειώσουν τον πυρετό και να καθαρίσουν την πληγή με κρύο νερό και βότανα, η πληγή είχε εξαπλωθεί σχεδόν σε όλη του την γάμπα και φαινόταν σαν να είχε σαπίσει. Τα μάτια του μας κοιτούσαν ψυχρά και ανέκφραστα στο άκουσμα των κούφιων λόγων του καθηγητή μας και στις ανούσιες προσπάθειες μας για καταπράυνση του πόνου : ήταν προφανές πως η ζημιά στον οργανισμό του ήταν μη αναστρέψιμη , μετατρέποντας την όλη κατάσταση σε μια τραγική κωμωδία…
Μαρία Γκιμπή

Σχολιάστε